- εξερέθιση
- ηπαροξυσμός, διέγερση, παρόργιση, εξερεθισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξερέθιση — η [εξερεθίζω] ερεθισμός … Dictionary of Greek
εξερεθιστικός — ή, ό [εξερέθιση] αυτός που προκαλεί εξερέθιση … Dictionary of Greek
διαβόλισμα — το [διαβολίζω] η ενόχληση, το πείραγμα, η εξερέθιση … Dictionary of Greek
εξερεθισμός — ο εξερέθιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξερεθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
παρόξυνση — η η ενέργεια τού παροξύνω, η εξερέθιση, η παρόρμηση, η παρόργιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παροξύνω. Η λ., στον λόγιο τ. παρόξυνσις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
εξερεθισμός — ο η εξερέθιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξερεθιστικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί εξερέθιση, ερεθιστικός, εξοργιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξόργιση — η το να κάνεις κάποιον να θυμώσει, εξερέθιση, φούρκισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)